- ἀδιάδραστος
- ἀ-διά-δραστος, unvermeidlich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αδιάδραστος — ἀδιάδραστος, ον (AM) [διαδιδράσκω] αυτός από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει, άφευκτος, αναπόφευκτος αρχ. αυτός που δεν μπορεί να ξεφύγει, βέβαιος, ασφαλής … Dictionary of Greek
ἀδιάδραστον — ἀδιάδραστος inevitable masc/fem acc sg ἀδιάδραστος inevitable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)